- αθέλεος
- ἀθέλεος, -ον (Α) [θέλεος]αθέλητος, ακούσιος, εκών άκων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθέλεος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλεος — θέλεος, ον (Α) αυτός που θέλει, εκών, πρόθυμος («θέλεος ἀθέλεος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς < εθέλω, η διαδικασία παραγωγής όμως δέν είναι σαφής. Ίσως αναλογικά προς τα επίθ. σε εος] … Dictionary of Greek